- δεκάμετρος
- -η, -ο (Α δεκάμετρος, -ον)νεοελλ.1. αυτός που έχει μήκος δέκα μέτρων («δεκάμετρη ταινία» — μετρικό όργανο τού γεωμέτρη)2. το ουδ. ως ουσ. το δεκάμετρομονάδα μήκους που περιέχει δέκα μέτρααρχ.έμμετρο απόσπασμα που αποτελείται από δέκα μετρικές μονάδες («περίοδον... πεντάμετρον»).
Dictionary of Greek. 2013.